Ευαγόρας Παλληκαρίδης.

 
(παιδί της Ε Γυμνασίου που κρεμάστηκε στην Κύπρο)

Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, στης φυλακής την μάντρα
πα στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ό Βαγόρας
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τάκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ό κύρης του δεμένος
η νια που τον ορμήνεβε δεν είδε νυχτοπούλι
κι οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν...

Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, θάψαν τον Ευαγόρα...

Σήμερα, Σάββατο ταχιά, όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο.
Ψηλώνει ό χτίστης εκκλησία, πανίν απλώνει ο ναύτης
και στο σκολειόν ό μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι μπαίνουνε αράδα η κάθε τάξη
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη η τάξη του Ευαγόρα.
Παρόντες όλοι; - Κύριε ό Ευαγόρας λείπει...
Παρόντες! λέει ό δάσκαλος και με φωνή πού τρέμει.
Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία.

Ο δίπλα, ο πίσω κι ό μπροστά βουβοί και δακρυσμένοι
αναρωτιούνται στην αρχή ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ' αναφιλητό, ετούτοι κι όλη η τάξη.

Παλληκαρίδη, άριστα, Ευαγόρα πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!

Τάπε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία
έξω από κείνο τ' αδειανό, παντοτινά γεμάτο!

Τόγραψα μέσα στην τάξη ενώ οι μαθητές έγραφαν
έκθεση με θέμα “Ευαγόρας Παλληκαρίδης” την επομένη
της εκτέλεσής του.
 
Φώτης Βαρέλης.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια